- μούλκι
- Μεγάλος πεδινός οικισμός (υψόμ. 80 μ., 1.269 κάτ.) του νομού Κορινθίας. Βρίσκεται κοντά στον νέο εθνικό δρόμο, νότια του Κιάτου. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Σικυωνίων.
* * *το (Μ μούλκιον και μούλκι)(στην Τουρκία) ιδιωτικό γεωργικό κτήμα με απόλυτη κυριότητα, σε αντιδιαστολή με το βακούφιμσν.φρ. «γίνομαι μούλκι»μτφ. αποκτώ σταθερότητα, μονιμότητα.[ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. mulk «ιδιοκτησία»].
Dictionary of Greek. 2013.